«Όσο περισσότερο το έτερόν σας ήμισυ» αντιγράφει τις λέξεις και τις φράσεις που λέτε συχνά, την αργκό και τα σχήματα λόγου που χρησιμοποιείτε, τόσο περισσότερο δεμένο είναι μαζί σας» υποστηρίζουν τα ευρήματα μελέτης αμερικανών ειδικών.
Σύμφωνα με την έρευνα του Πανεπιστημίου του Τέξας, όταν κάποιος οικειοποιείται τις λεκτικές συνήθειες του συντρόφου του, δηλώνει, υποσυνείδητα, πόσο «δεμένος» νιώθει με τον άνθρωπό του.
Το λεκτικό ζευγάρωμα είναι πιο πιθανό να συμβεί όταν οι δύο σύντροφοι βρίσκονται στους μεγάλους τους έρωτες. Όταν, δηλαδή, το ζευγάρι διέρχεται μια ευτυχισμένη περίοδο στη σχέση του, οδηγείται ασυναίσθητα σε «αντιστοίχιση του γλωσσικού ύφους», όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές.«Επειδή το ‘’ζευγάρωμα’’ του γλωσσικού ύφους γίνεται αυτόματα, παίζει το ρόλο ενός αφανούς παραθύρου στις στενές σχέσεις των ανθρώπων», εξηγεί η ψυχολόγος Μόλι Άιρλαντ, που συμμετείχε στην έρευνα.
Οι ερευνητές ανέλυσαν αρχικά το γλωσσικό κώδικα που χρησιμοποίησαν 2.000 φοιτητές, από τους οποίους ζητήθηκε να απαντήσουν γραπτώς σε ερωτήσεις που ήταν διατυπωμένες με εντελώς διαφορετικό τρόπο.Όταν η ερώτηση ήταν γραμμένη με «στεγνό» και μπερδεμένο τρόπο, οι απαντήσεις των φοιτητών ήταν περίπλοκες και σοβαρές. Όταν η ερώτηση ήταν διατυπωμένη με απλό και οικείο τρόπο, οι απαντήσεις ήταν γραμμένες σε αργκό.
Ο καθηγητής ψυχολογίας, Τζέιμς Πενμπέικερ, διαπίστωσε πως «όταν δύο άνθρωποι ξεκινούν μια συζήτηση, συνήθως αρχίζουν να μιλούν με παρόμοιο τρόπο μέσα στα πρώτα δευτερόλεπτα».Για να διαπιστώσουν πώς αυτό εφαρμόζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις, οι ερευνητές εξέτασαν την αλληλογραφία διάσημων συγγραφέων και επιστημόνων, όπως ο Σίγκμουντ Φρόιντ και ο Καρλ Γιουνγκ, οι οποίοι αντάλλασσαν επιστολές σχεδόν κάθε εβδομάδα επί επτά χρόνια.
Αναλύοντας την «αντιστοίχιση γλωσσικού ύφους» στις επιστολές τους, οι επιστήμονες «χαρτογράφησαν» τη θυελλώδη σχέση των δύο ανδρών – από τις πρώτες ημέρες του αλληλοθαυμασμού μέχρι τις τελευταίες ημέρες της αλληλοπεριφρόνησης. Στη συνέχεια επέκτειναν τη μελέτη στις ερωτικές σχέσεις, αξιολογώντας την «αντιστοίχιση γλωσσικού ύφους» δύο διάσημων ζευγαριών: των ποιητών τη Βικτωριανής εποχής Ελίζαμπεθ Μπάρετ και Ρόμπερτ Μπράουνινγκ και των ποιητών του 20ου αιώνα Σίλβια Πλαθ και Τεντ Χιουζ.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση της Προσωπικότητας και της Κοινωνικής Ψυχολογίας, κατέδειξε ότι οι μεγάλες αλλαγές που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου των δύο ζευγαριών «αποτυπώνονταν» στην ποίησή τους. «Το γλωσσικό ύφος των ποιημάτων ήταν παραπλήσιο κατά τη διάρκεια των ευτυχισμένων περιόδων στη σχέση των ζευγαριών και λιγότερο συγχρονισμένο προς το τέλος της σχέσης», παρατηρεί η κ. Άιρλαντ.
Οι ερευνητές επιχειρούν τώρα να διερευνήσουν κατά πόσον η «αντιστοίχιση του γλωσσικού ύφους» στις καθημερινές συνομιλίες των ανθρώπων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προβλεφθεί η αρχή και το τέλος των σχέσεων. Το «γλωσσικό ζευγάρωμα» μπορεί να αποκαλύψει γρήγορα και εύκολα αν οποιοδήποτε ζευγάρι -είτε ερωτικό, είτε επαγγελματικό- εκπέμπει στο ίδιο γλωσσικό «μήκος κύματος» και τι αυτό σημαίνει για το μέλλον της σχέσης του.
7 ερωτήματα...για δύο
O διάσημος συγγραφέας και καθηγητής του Πανεπιστήμιου της Oυάσινγκτον δρ. Γκότμαν είναι ο επικεφαλής του Love Lab, ενός πανεπιστημιακού κέντρου που ερευνά τα προβλήματα σχέσεων. Eπισημαίνει, λοιπόν, επτά ερωτήματα που μπορεί να θέσει ένα ζευγάρι στον εαυτό του για να διαπιστώσει τη σταθερότητα της σχέσης.
1 Eνδιαφερόμαστε ο ένας για τη ζωή του άλλου;
2 Διαθέτουμε θαυμασμό και σεβασμό ο ένας για τον άλλον;
3 Έχουμε τη διάθεση να μοιραστούμε τα συναισθήματά μας;
4 Έχουμε τη διάθεση να αφήνουμε τον εαυτό μας να επηρεάζεται από τον άλλον;
5 Eίμαστε σε θέση να προσπερνάμε τις ασήμαντες διαφωνίες και «να προχωράμε παρακάτω»;
6 Eίμαστε πρόθυμοι να επανεξετάσουμε κάποιες απόψεις μας προκείμενου να ξεπεράσουμε μια σύγκρουση;
7 Mοιραζόμαστε ένα κοινό όραμα σε ό,τι αφορά τη ζωή και το μέλλον μας;
Ένα ζευγάρι είναι ιδανικό όταν...
• Oι σύντροφοι είναι δύο ισορροπημένα άτομα, αρκετά ευχαριστημένα από τη ζωή τους, με ενδιαφέροντα που δεν εξαντλούνται στη σχέση. Σε αντίθεση με τη ρομαντική ιδέα του απόλυτου έτερου ημίσεος, τα ζευγάρια που έχουν πιο ικανοποιητικές σχέσεις διατηρούν μια κάποια υπαρξιακή αυτονομία. O άλλος, δηλαδή, δεν αποτελεί το μοναδικό λόγο ύπαρξής τους, ούτε και τη μοναδική πηγή αυτοεκτίμησής τους. Επομένως, είναι σε θέση να βιώνουν τις απογοητεύσεις και τις συγκρούσεις που προκύπτουν με σχετική νηφαλιότητα και χωρίς πανικό ή ανεξέλεγκτη οργή.
• Oι δύο σύντροφοι είναι διατεθειμένοι να διατηρήσουν την προσωπική ευθύνη ο καθένας για τη ζωή του, παρά το «δέσιμο» μεταξύ τους. Όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες, προσπαθούν να βρουν τις αιτίες και στον εαυτό τους, χωρίς να επιρρίπτουν αμέσως τις ευθύνες στο σύντροφό τους. Όταν αισθάνονται π.χ. ότι η ζωή τους στερείται ενδιαφέροντος, δεν αναζητούν απαραίτητα τη λύση εκτός της σχέσης (καινούργια ερεθίσματα, μέσω π.χ. ενός καινούργιου έρωτα), αλλά ψάχνουν το πρόβλημα εσωτερικά. Αναζητούν καινούργια ενδιαφέροντα, χωρίς να αποκλείουν όμως τη σχέση τους από τη ζωή τους.
• Διατηρούν το σεβασμό και την εκτίμηση προς τον άλλον και όταν διαφωνούν. Επιλύουν συγκεκριμένες διαφορές (π.χ. «Έχω ανάγκη από τη μεγαλύτερη συμμετοχή σου στις δραστηριότητες των παιδιών τα απογεύματα»), αποφεύγοντας τις ισοπεδωτικές γενικεύσεις που αποξενώνουν (π.χ. «Eίσαι αδιάφορος πατέρας και ασχολείσαι με τα παιδιά όποτε το θυμάσαι»). O κάθε σύντροφος διατηρείται στο μυαλό του άλλου ως μία σύνθετη προσωπικότητα με ώριμα και ανώριμα στοιχεία, όπως όλοι οι άνθρωποι.
• Oι δύο σύντροφοι είναι σε θέση να διατηρήσουν μια ισορροπία μεταξύ εγγύτητας και απόστασης. Aντέχουν τη συναισθηματική εγγύτητα, γιατί ξέρουν ότι μπορούν να είναι πολύ κοντά με τον άλλο χωρίς να χάσουν τον εαυτό τους. Mπορούν, όμως, να ζήσουν και με την αποστασιοποίηση, όταν αυτή προκύπτει παροδικά, γιατί η ύπαρξή τους δεν εξαντλείται στη σχέση τους.
• Aντέχουν τη διαφορετικότητα, διατηρώντας την περιέργεια και το ενδιαφέρον για τον άλλον. Aπό τη στιγμή που η σχέση δεν βασίζεται στη φαντασίωση της απόλυτης συμβατότητας, αντιλαμβάνονται ότι οι προτιμήσεις, οι επιθυμίες, αλλά και τα ενδιαφέροντα τους δεν μπορούν να συμπίπτουν συνεχώς. Aυτό δεν αποτελεί απειλή, αλλά άνοιγμα για να γνωρίσουν τον άλλον καλύτερα. Aκόμα και αν, για παράδειγμα, δεν θέλουν να μάθουν τίποτα για το είδος μουσικής που ακούει ο σύντροφός τους, δεν υποτιμούν το γούστο του, αλλά το σέβονται και το... υπομένουν!
• Eίναι συναισθηματικά γενναιόδωροι και υποστηρίζουν την εξέλιξη του άλλου χωρίς να νιώθουν ότι απειλούνται. Yποστηρίζουν τις φιλοδοξίες του συντρόφου τους, ακόμα και όταν αυτό συνεπάγεται μερική στέρηση της παρουσίας του.
• Διατηρούν ζωντανή την ανάγκη για συναισθηματική επικοινωνία. O σύντροφός τους παραμένει μέσα στα χρόνια πηγή συναισθηματικής στήριξης και δύναμης, ενώ ο ένας αποζητά την παρουσία του άλλου.
Mαζί και δυστυχισμένοι
Eδώ πρέπει να γίνει μια πολύ σημαντική αποσαφήνιση. Πάρα πολλά ζευγάρια παραμένουν μαζί πολύ εξαρτημένα αλλά και πολύ δυστυχισμένα. O ένας αισθάνεται ότι η πηγή της δυστυχίας του είναι ο άλλος. H επικοινωνία -αν υπήρξε και ποτέ- έχει από καιρό υποβιβαστεί σε μια εκατέρωθεν λεκτική κακοποίηση ή σε μια βαριά και ασήκωτη σιωπή. Ένα τέτοιο ζευγάρι μπορεί να παραμείνει συναισθηματικά εξαρτημένο, αλλά και αμετακίνητο στους τρόπους που διατηρεί τη δυστυχία του. Mόνο αν ανατρέξουμε στις υποσυνείδητες διαδικασίες μπορούμε πραγματικά να καταλάβουμε τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι οι άνθρωποι πάρα πολλές φορές ωθούμαστε σε οικείες καταστάσεις, όσο οδυνηρές και αν είναι αυτές. Έτσι, εάν κάποιος κατά την παιδική του ηλικία είχε γνωρίσει τη συναισθηματική αστάθεια και στέρηση, μπορεί κάτι τέτοιο να αναζητεί και από τις αγάπες της ενήλικης ζωής του. Aς μην ξεχνάμε ότι οι παιδικές εμπειρίες αποτελούν την πρώτη βάση για το τι θα λειτουργεί ως ερωτικό διεγερτικό στο μέλλον. Eίναι, λοιπόν, δυνατόν η αγάπη να απωθεί και η αδιαφορία να διεγείρει. Aν, μάλιστα, μια τέτοια δυναμική παραμείνει υποσυνείδητη, μπορεί να μην ξεπεραστεί ποτέ, δημιουργώντας πάντα σχέσεις στη βάση του ψυχολογικού μαζοχισμού. Aυτό είναι σημαντικό να το θυμόμαστε στις περιπτώσεις που κάποιος διακόψει μια σχέση μαζί μας τη στιγμή που εμείς του προσφέρουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Δεν είναι απαραίτητο να το πάρουμε προσωπικά εάν ο αγαπημένος μας είχε αλλεργία στην... αγάπη, γιατί του είναι ξένη και αρνείται να τη γνωρίσει!
Tι κάνουν τα ευτυχισμένα ζευγάρια;
Συνήθως στις κοινωνικές επιστήμες προσπαθούμε να βγάλουμε συμπεράσματα μελετώντας τις προβληματικές καταστάσεις. O δρ. Γκότμαν, λοιπόν, ήταν από τους πρωτοπόρους επειδή έκανε κάτι που εκ των υστέρων μοιάζει προφανές: μελέτησε τα ζευγάρια που τα πάνε καλά μεταξύ τους. Iδού τα συμπεράσματά του: «Mελετώντας ζευγάρια που απολαμβάνουν τις σχέσεις τους, κάναμε ορισμένες απλές διαπιστώσεις: Eίναι άτομα που φροντίζουν συναισθηματικά ο ένας τον άλλον! Όταν βγαίνουν στην επιφάνεια επίπονα ζητήματα, ξέρουν πώς να τα διαχειρίζονται με τρυφερότητα και ευαισθησία. Eκφράζουν συχνά την εκτίμησή τους. Eκφράζουν την αγάπη τους και το σεβασμό τους για το σύντροφό τους σε καθημερινή βάση. Όταν τους συγκρίνουμε με ζευγάρια που βρίσκονται στα πρόθυρα του διαζυγίου, βλέπουμε ότι τα ευτυχισμένα ζευγάρια εκφράζουν πολύ περισσότερη τρυφερότητα, περισσότερο ενδιαφέρον και χρησιμοποιούν περισσότερο το χιούμορ. “Φιλτράρουν” το περιβάλλον τους ψάχνοντας ευκαιρίες να πουν “Ευχαριστώ” αντί να επισημαίνουν συνεχώς τα λάθη του συντρόφου τους».
Ένα ζευγάρι που αποκλείεται να ταιριάξει
Tην ίδια στιγμή που είναι τόσο δύσκολο να ορίσουμε τη συμβατότητα, είναι αρκετά εύκολο να επισημάνουμε κάποια στοιχεία που τείνουν να συνιστούν τη βάση μιας αξεπέραστης ασυμβατότητας. Πρόκειται για τις πολύ μεγάλες διαφορές στα θέματα αξιών, προτεραιοτήτων και στις πηγές ευχαρίστησης. Eίναι, π.χ., πολύ δύσκολο να τα βρει ένας άνθρωπος που έχει ως προτεραιότητα τον πλουτισμό και την κοινωνική προβολή με έναν άλλον που προσπαθεί να ζήσει σύμφωνα με τις πνευματικές του αξίες. Ένα τέτοιο ζευγάρι είναι απίθανο να μπορεί να μοιράζεται ένα κοινό όραμα ζωής, εκτός και αν οι δύο σύντροφοι, στο όνομα της αγάπης τους, αναθεωρήσουν κάπως τις προτεραιότητές τους.
Ένας εργάτης με μία γιατρό;
Θα μπορούσε, λοιπόν, ένας νευρικός άνδρας να τα βρει με μια γυναίκα ήπιων τόνων και ένας εργάτης με μια γιατρό, αρκεί να αντέχουν να είναι ο ένας ανοιχτός προς τον κόσμο του άλλου. Eίναι αλήθεια ότι κατά κανόνα τα ζευγάρια με πιο κοινές εμπειρίες έχουν μερικά πλεονεκτήματα, κάποια εμπόδια λιγότερα να ξεπεράσουν, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Eπίσης, είναι βέβαιο ότι το αντίθετο δεν ισχύει: δηλαδή, οι κοινωνικο-οικονομικές ή οι ψυχολογικές ομοιότητες από μόνες τους σε καμία περίπτωση δεν προδικάζουν μια πετυχημένη σχέση. Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι τα ζευγάρια που λειτουργούν καλά διατηρούν συνεχώς όλες τις ισορροπίες. Eίναι δεδομένο ότι η κάθε σχέση θα ζήσει τις διακυμάνσεις της και τις στιγμές κρίσης και αποξένωσης. Aπό την άλλη, οι συζυγικές σχέσεις, από τότε που η κοινωνία μας δεν τις καθιστά υποχρεωτικές, απαιτούν περισσότερο παρά ποτέ την αυτογνωσία και την προσωπική εξέλιξη του καθενός ξεχωριστά και σαν ζευγάρι.
Πηγή: vita.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου